- χλωρώ
- -άω ή -έω, Α [χλωρός]ωχριώ, κιτρινίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χλωρῷ — χλωράω pres opt act 3rd sg χλωράζω eat green provender fut opt act 3rd sg χλωρός greenish yellow masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλωρῶι — χλωρῷ , χλωράω pres opt act 3rd sg χλωρῷ , χλωράζω eat green provender fut opt act 3rd sg χλωρῷ , χλωρός greenish yellow masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανώνω — στεφανῶ, όω, ΝΜΑ [στέφανος] 1. τοποθετώ στεφάνι στο κεφάλι κάποιου («Ὀρέστην... στεφανοῡν», Ευρ.) 2. (κατ επέκτ.) απονέμω στέφανο ως βραβείο, επιβραβεύω («στεφάνῳ σε χρυσῷ... σοφίας οὕνεκα στεφανοῡσι καὶ τιμῶσιν», Αριστοφ.) 3. επιθέτω στο κεφάλι… … Dictionary of Greek